τλησικαρδίως

τλησικαρδίως
τλησῑκαρδίως , τλησικάρδιος
hard-hearted
adverbial
τλησῑκαρδίως , τλησικάρδιος
hard-hearted
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τλησικάρδιος — ον, Α 1. σκληρόκαρδος («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ ἐπιχαρῇ;», Αισχύλ.) 2. υπομονητικός, καρτερικός. επίρρ... τλησικαρδίως Α καρτερικά, υπομονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη σι (βλ. λ. τλή θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”